- μακαρθισμός
- Όρος πολιτικής πολεμικής που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ ως χαρακτηρισμός της πιο ακραίας μορφής του αντικομουνισμού. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζόζεφ Μακ Κάρθι (βλ. λ.), ο οποίος είχε αναλάβει την προεδρία της επιτροπής για την καταπολέμηση της υποτιθέμενης κομουνιστικής διείσδυσης στην κρατική διοίκηση και στα νευραλγικά κέντρα της χώρας. Θύματα των διώξεων υπήρξαν επίσης επιφανείς καλλιτέχνες από όλο το φάσμα της αμερικανικής κουλτούρας, αλλά ακόμη και επιστήμονες. Εξαιτίας της υπερβολικής μισαλλοδοξίας του και της προχειρότητας με την οποία διατύπωνε τις κατηγορίες του, ο Μακ Κάρθι, ύστερα από δράση τριών ετών, απομακρύνθηκε από τη θέση του.
* * *οβλ. μακκαρθισμός.
Dictionary of Greek. 2013.